- περιάλειμμα
- περι-άλειμμα [ᾰλ], ατος, τό,A pigment, J.AJ15.9.3(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιάλειμμα — τὸ, Α [περιαλείφω] αυτό που περιαλείφεται, το επίχρισμα … Dictionary of Greek
περιαλειμμάτων — περιάλειμμα pigment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχρισμα — τὸ, Α [περιχρίω] περιάλειμμα, αλοιφή … Dictionary of Greek